πομπῆ

πομπῆ
πομπεύς
one who attends
masc nom/voc/acc dual
πομπεύς
one who attends
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πομπή — conduct fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… …   Dictionary of Greek

  • πομπῇ — πομπῆι , πομπεύς one who attends masc dat sg (epic ionic) πομπή conduct fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπή — η 1. συνοδεία πανηγυρική, τελετή. 2. διαπόμπευση. 3. ντροπή, ενοχή: Εμακρύναν οι ποδιές τους και σκέπασαν τις πομπές τους (παροιμ., με τα πλούτη σκεπάζουν τα ηθικά μειονεκτήματα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πομπαῖς — πομπή conduct fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαῖσι — πομπή conduct fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαῖσιν — πομπή conduct fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαί — πομπή conduct fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπᾷ — πομπή conduct fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπῇσι — πομπή conduct fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”